αποτριβή

αποτριβή
η
1) вытирание, изнашивание; 2) оттирание, отчищение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποτριβή" в других словарях:

  • ἀποτριβή — rubbing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτριβή — η (Α ἀποτριβή) η φθορά ενός πράγματος εξαιτίας της συνεχούς χρήσης αρχ. βλάβη, ζημιά …   Dictionary of Greek

  • ἀποτρίβῃ — ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres ind mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβῆς — ἀποτριβή rubbing away fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβήν — ἀποτριβή rubbing away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτριβάς — ἀποτριβά̱ς , ἀποτριβή rubbing away fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»